Αξιοθεατα
Ναός Ταξιαρχών
Ο Βυζαντινός ναός των Ταξιαρχών είναι το στολίδι του χωριού μας. Ο Ναός των Ταξιαρχών κτίστηκε το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της εποχής. Είναι ο αρχαιότερος βυζαντινός ναός του νομού Ιωαννίνων. Ιστορικά στοιχεία για την ίδρυση και την λειτουργία του ναού δεν σώζονται. Ωστόσο ο Ναός συνδέεται με διάφορες τοπικές παραδόσεις σχετικές με τη θαυματουργή δράση του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκλιτου σταυρεπίστεγου ναού. Χωρίζεται κατά μήκος σε τρεις παράλληλους χώρους (κλίτη). Ζεύγος ισχυρών πεσσών χωρίζει το κεντρικό από τα δύο πλάγια κλίτη. Στο ανατολικό τμήμα των τριών κλιτών διαμορφώνεται το ιερό με την πρόθεση στα βόρεια και το κανονικό στα νότια. Μπροστά από το χώρο του ιερού, το εγκάρσιο κλίτος τέμνει τα υπόλοιπα τρία κλίτη του ναού. Το σχήμα του Σταυρού, που σχηματίζουν σαφώς η ψηλότερα τοποθετημένη στέγη του εγκάρσιου κλίτους και η ενιαία στέγη των τριών κλιτών έδωσε την ονομασία σταυρεπίστεγος στον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο, δημιούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής του 13 ου αιώνα. Ο Ναός είναι κτισμένος με αδρά λαξευμένους ασβεστόλιθους της περιοχής σε ακανόνιστες στρώσεις ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται σειρές πλίνθων. Στην νότια πλευρά του εγκάρσιου κλίτους υψώνεται το κωδωνοστάσιο, που σχηματίζει υψηλό, τυφλό αψίδωμα, ενώ στο ανώτερο τμήμα του, υπάρχει δίλοβο άνοιγμα. Στις δύο στενές πλευρές του Ναού , στην εγκάρσια καμάρα και στο κωδωνοστάσιο, συναντάται και ο συνηθισμένος στη βυζαντινή αρχιτεκτονική κεραμοπλαστικός διάκοσμος, δηλαδή πλίνθοι τοποθετημένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν διάφορα κοσμήματα όπως τεθλασμένες γραμμές, επάλληλες σειρές οδοντωτών ταινιών και ψαροκόκαλο.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ναού αποτελεί και η γύψινη διακόσμηση των ημικυκλικών φεγγιτών που ανοίγονται πάνω από τη βόρεια και νότια θύρα καθώς και στα δίβολα παράθυρα στην τρίπλευρη αψίδα του ιερού και στην εγκάρσια καμάρα.
Την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης κτίστηκε στη νότια πλευρά του Ναού παρεκκλήσιο, από το οποίο σώζεται σήμερα η ανατολική πλευρά του και νάρθηκας στα δυτικά, ο οποίος δεν σώζεται σήμερα.
Ο Ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται επίσης τον 13ο αιώνα. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος είναι διατεταγμένος σε ζώνες. Οι ζώνες περιλαμβάνουν σκηνές από το βίο του Χριστού και της Παναγίας ενώ οι κατώτερες αγίους σε προτομή καθώς και ολόσωμους αγίους.
Στο αψίδωμα του κωδωνοστασίου κυριαρχεί η μνημειακή παράσταση του Αρχάγγελου Μιχαήλ, πάτρωνα του ναού ενώ στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου σώζεται η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, που κοσμούσε τον κατεδαφισμένο σήμερα νάρθηκα του ναού, Ίχνη τοιχογραφιών υπάρχουν και στη κόγχη του κατεστραμμένου παρεκκλησίου στη νότια πλευρά.
Για τις τοιχογραφίες του Ναού έχει γίνει αρχιτεκτονική μελέτη από το Υπουργείο Πολιτισμού- Δ/νση Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων μνημείων- στην οποία αναφέρονται με λεπτομέρειες όλες οι τοιχογραφίες του Ναού.
Στο Ναό υπάρχουν ξυλόγλυπτο, τέμπλο και φορητές εικόνες κατασκευασμένες σε μεταγενέστερη εποχή. Οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, του 17ου αιώνα, από το τέμπλο του Ναού, κλάπηκαν από αρχαιοκάπηλους ως επίσης κλάπηκαν και τα ξυλόγλυπτα βημόθυρα από την ωραία πύλη. Οι εικόνες βρέθηκαν αργότερα και φυλάσσονται στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων.
Παναγία
Βορειοδυτικά του χωριού και σε απόσταση μισής ώρας με τα πόδια, υψώνεται ο λόφος σχήματος κώνου, που δεσπόζει στην περιοχή και οι ντόπιοι το λένε
Η περιοχή που βρίσκεται το κούγκι της Παναγίας καθώς και γύρω από αυτό ονομάζεται ακόμη και σήμερα ‘Καστέλι’. Η τοπωνυμία αυτή προέρχεται από το λατινικό ‘castellum’ και δηλώνει φρούριο, οχυρό σε μεθοριακές γραμμές. Το Καστέλι ήταν κτίσμα Ρωμαϊκό που περιείχε Ναό και κατοικία του άρχοντα ή του φρουράρχου που λεγόταν castellanus. Tα λείψανα παλιού κάστρου, η μικρή δεξαμενή, τα άφθονα κεραμίδια που γεμίζουν την περιοχή και τα λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου, που υποστηρίζουν μερικοί ότι είδαν με τα μάτια τους αποτελούν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το ύψωμα της Παναγίας αποτελούσε πιθανόν προχωρημένο φυλάκιο της Αρχαίας Δωδώνης ή της Αρχαίας Λύγγου. Είναι ένας τόπος ιστορικός και χρήζει ιδιαίτερης αρχαιολογικής μελέτης και έρευνας.
Κατά τους Χριστιανικούς Χρόνους τη θέση του ειδωλολατρικού Ναού πήρε χριστιανική εκκλησία στην χάρη της Παναγίας. Στο Μοναστήρι της Παναγίας ζούσαν πολλοί καλόγεροι με τα κοπάδια τους. Για πολλά χρόνια το Μοναστήρι στάθηκε πνευματικός φάρος της περιοχής, το κρυφό σχολείο των σκλαβωμένων Ελλήνων. Το Μοναστήρι γιόρταζε τη μέρα της Πεντηκοστής. Στο μεγάλο πανηγύρι έπαιρναν μέρος όχι μόνο οι χωριανοί και οι κοντοχωριανοί αλλά και από μακρινά μέρη, όπως το Μέτσοβο και τα Ζαγόρια. Οι προσκυνητές προσέφεραν παντός είδους αφιερώματα στην χρυσή εικόνα της Παναγίας. Τα αφιερώματα ήταν: Λάδι, κερί, πρόβατα, γίδια, μοσχάρια κ.λ.π. Τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες και το Πάσχα, το μοναστήρι μοίραζε κρέας στις φτωχές οικογένειες του χωριού.
Η πίστη και η αφοσίωση των προσκυνητών καθώς και των χωριανών προς το εκκλησάκι της Παναγίας ήταν και είναι πολύ μεγάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν κάποια καλοκαίρια, τύχαινε να έχει ξηρασία, γινότανε δέηση στην Παναγιά για να βρέξει να ποτιστούν τα καλαμπόκια του χωριού, που ήταν άφθονα αυτή την εποχή και ήθελαν βροχή. Οι παλιοί διηγούνται ότι μέχρι να φτάσουν στο χωριό από την Παναγιά η βροχή έπιανε.
Η παρακμή του Μοναστηριού άρχισε γύρω στο 1750 για να γίνει οριστική στις αρχές του αιώνα μας.
Αγ Ιωάννης Προδρόμου
Το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο στον Αγ.Ιωάννη τον Πρόδρομο. Χτίστηκε γύρω στο 1650 όταν οι ντόπιοι ύστερα από την εγκατάλειψη του ναού των Ταξιαρχών ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα της λατρείας τους. Εδώ γινότανε και το επίσημο πανηγύρι του χωριού στις 29 Αυγούστου, ωσότου ανακαλύφθηκε η χαμένη Βυζαντινή εκκλησία, οπότε το κανονικό πανηγύρι γίνονταν στις 8 Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών. Το πανηγύρι όμως αυτό έπεφτε μέσα στο χειμώνα, που δημιουργούσε προβλήματα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έλλειψη γεννήματος κι άλλων αγαθών κατά την εποχή αυτή, ανάγκασε του χωριανούς στις αρχές του αιώνα μας να ξαναμεταφέρουν το επίσημο πανηγύρι στις 29 Αυγούστου.
Οχυρά στην Τσούκα
Τα οχυρά της Τσούκας σώζονται ακόμη μέχρι σήμερα είναι πετρόκτιστα (ξερολιθιά) σε σχήμα κύκλου οι πιο πολλές πολεμίστρες. Βρίσκονται στην πιο ψιλή κορυφή της Τσούκας, από εκεί βλέπεις όλα τα Γιάννενα και όχι μόνο. Στα οχυρά υπήρχε Στρατός Τουρκικός, ήταν ένα από τα Τούρκικα φυλάκια που περιφρουρούσαν την πόλη των Ιωαννίνων. Ο στρατός έμεινε συνέχεια εκεί, μέρα νύχτα, είχε ελαφρύ οπλισμό και βαρύ ( κανόνια).
Χάνια
Το χάνι ήταν ένας χώρος για την υποδοχή και τη διανυκτέρευση ταξιδιωτών και των ζώων τους. Στην Κωστάνιανη το πρώτο χάνι ιδρύθηκε περί το 1910 από τον Βασίλη-Αντριά, παππού του Φίλιππα και Ανδρέα Α.Ανδρέου. Το 1924 στη θέση ‘Σκάλα’ άνοιξε χάνι ο Ευάγγελος Ι.Τσάλης. Το χάνι αυτό ήταν πάνω στο πολυσύχναστο δερβένι Παραμυθιάς-Ιωαννινων. Όλοι περνούσαν από εκεί. Έβλεπες ότι άνθρωπο ήθελες: Τούρκο, Αρβανίτη, Λακιώτη, ξυπόλητες γυναίκες, αγωγιάτες, λαθρέμπορους καπνών, τους ταχυδρόμους της Παραμυθιάς κ.α. Το χάνι είχε την περισσότερη κίνηση την Παρασκευή που μεταφερόταν λάδι από την Θεσπρωτία και παρείχε στους επισκέπτες τους φαγητό, ποτά, σπίρτα, τσιγάρα και ζωοτροφές. Όταν ο πελάτης είχε ζώο δεν πλήρωνε για την ατομική του διανυκτέρευση, αλλά μόνο για το τάισμα του ζώου. Το χάνι λειτούργησε ως την Κατοχή.
Το σκαφίδι της Μονοβύζας
Στα σύνορα Κωστάνιανης-Δραμεσιών και κοντά στο ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη, μία πέτρα, σπασμένη σε δύο κομμάτια, ενώνει και χωρίζει τη Μυθολογία με την Ιστορία. Αυτό είναι ‘ Το Σκαφίδι της Μονοβύζας’ ή ΄Το Σκαφίδι της Δράκως’. Μονοβύζες λέγονταν οι αρχαίες Αμαζόνες, που ή ήταν πράγματι γυναικείος πολεμικός λαός μα αποκομμένο τον ένα μαστό, για να διευκολύνονται στην χρήση των όπλων, ή ήταν άνδρες με μακριά μαλλιά και κοντούς χιτώνες, που έμοιαζαν με γυναίκες.
Η Μονοβύζα λένε ότι είχε μεγάλο μύλο στη Βελτσίστα (Κληματιά) και ήρθε στην Ολύτσικα να πάρει μία πέτρα να κάνει σκαφίδι για ζύμωμα. Άρπαξε μία από τις χιονοσκέπαστες πλαγιές, την πελέκησε, έφτιαξε το σκαφίδι και κίνησε να γυρίσει στο χωριό της. Στον δρόμο όμως της κόπηκε η τριχιά που την κουβαλούσε της έπεσε και έγινε δύο κομμάτια.
Στην πραγματικότητα το ‘σκαφίδι’ είναι μία αρχαία σαρκοφάγος σπασμένη στα δύο. Η σαρκοφάγος είναι λαξευμένη σε μονοκόμματο ασβεστολιθικό βράχο διαστάσεων 1,40 x 1 και βάθος 0,60m.
Η σαρκοφάγος σε συνδυασμό με τους τρείς λαξευτούς τάφους στη θέση ‘Βλησίδια’ των Δραμεσιών, με τα δύο εκκλησάκια του Αγίου Γεωργίου και της Μεταμορφώσεως της Σωτήρος, με τα μνήματα της περιοχής ‘ Αγίας-Σωτήρας’, τα κεραμίδια και λοιπά ευρήματα και τέλος με την παρακείμενη αρχαία Δωδώνη, αποτελεί αξιόλογο εύρημα, δείγμα υπάρξεως και άλλων αρχαίων μνημείων στην εν λόγω περιοχή. Δυστυχώς όμως η αρχαιολογική σκαπάνη εδώ και χρόνια δεν έχει ξεκινήσει.
Σχολείο
Το σχολείο χτίστηκε το 1939 και λειτούργησε από το 1955 ως το 1982 που έκλεισε λόγω ελλείψεως μαθητών.